αλβουμίνες

αλβουμίνες
Ομάδα απλών πρωτεϊνών, με ουδέτερο ή ασθενώς όξινο χαρακτήρα. Οι α. αποτελούνται από άνθρακα, υδρογόνο, άζωτο και θείο (μέχρι 2%) και περιέχουν σχεδόν όλα τα αμινοξέα, τα οποία μπορούν να ληφθούν με φυραματική διάσπαση ή όξινη υδρόλυση. Το μοριακό βάρος των πρωτεϊνών αυτών προσδιορίστηκε με τη μελέτη των σταθερών της καθίζησης με υπερφυγόκεντρο. Με τη συσκευή αυτή πετυχαίνεται καθίζηση των α. διά της υποβολής των διαλυμάτων που τις περιέχουν σε ισχυρότατη φυγόκεντρη δύναμη. Επειδή η δύναμη αυτή είναι ανάλογη προς τη μάζα –και τα μόρια των α. έχουν αξιόλογη μάζα– τα αλβουμινικά μόρια είναι τα πρώτα σωμάτια που αποχωρίζονται από το διάλυμα. Μετρώντας την ταχύτητα στην οποία πετυχαίνεται ο διαχωρισμός, μπορούμε να καταλήξουμε στο μοριακό βάρος. Στην περίπτωση των α. του γάλακτος (λακτοαλβουμίνη) το μοριακό βάρος είναι 17.000 και στην οροαλβουμίνη του αίματος 69.000. Οι α. πήζουν εύκολα (π.χ. με θέρμανση) και καθιζάνουν από τα διαλύματα με εξαλάτωση. Η μέθοδος αυτή γίνεται με την προσθήκη στο διάλυμα της α. διαφόρων ποσοτήτων –μεταξύ 70 και 100%– κατάλληλων αλάτων, όπως το χλωριούχο νάτριο και το θειικό αμμώνιο. Προκύπτουν τότε λεπτόκοκκα λευκά ιζήματα, ελαφρώς υποκίτρινα. Είναι γνωστές πολλές χαρακτηριστικές αντιδράσεις αυτής της ομάδας των ουσιών, που συμμετέχουν στη μοριακή δομή μιας α. Η προσθήκη μερικών ουσιών στο διάλυμα από το οποίο επιχειρείται να απομονωθεί μια ορισμένη α. προσδίδει, όταν αυτή υπάρχει, μια χαρακτηριστική βαφή. Από τις πιο σημαντικές είναι: η ξανθοπρωτεϊνική αντίδραση που χαρακτηρίζεται με κίτρινο χρωματισμό και πιστοποιεί την παρουσία της φαινυλοαλανίνης, της τυροζίνης και της θρυπτοφάνης· η αντίδραση του Αντάμκιεβιτς, που πιστοποιεί τη θρυπτοφάνη και προκαλεί τον σχηματισμό ενός ιώδους δακτυλίου· η αντίδραση του Μιλόν και η αντίδραση του Πάουλι. Οι α. χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία των γραφικών υλών (μέθοδος α.), των ειδών διατροφής, στη φαρμακευτική, στην οινοποιία, στην επεξεργασία της ζάχαρης, του δέρματος και στη φωτογραφική. Στο εμπόριο, με τη γενική ονομασία α. ή και λευκωματίνη είναι γνωστό το ξηρό διάλυμα του αβγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λακταλβουμίνη — Πρωτεΐνη που βρίσκεται στο γάλα και ανήκει στην ομάδα των αλβουμινών. Όπως και οι άλλες αλβουμίνες είναι κρυσταλλική ουσία, διαλυτή στο νερό, δεν καταβυθίζεται από χλωριούχο νάτριο και άλλα αραιά ουδέτερα διαλύματα αλάτων, αλλά μετουσιώνεται… …   Dictionary of Greek

  • οροαλβουμίνη — η (βιοχ.) πρωτεΐνη που αποτελεί το 55% τού συνόλου τών πρωτεϊνών τού πλάσματος τού αίματος, κύρια λειτουργία τής οποίας είναι η διατήρηση τής ωσμωτικής ισορροπίας μεταξύ τών αγγείων και τών ιστών, αλλ. αιματολευκωματίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • τοξαλβουμίνη — η, Ν (βιοχ.) τοξίνη πρωτεϊνικής φύσης που απαντά στο ζωικό και στο φυτικό βασίλειο. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. toxalbumin < tox (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν) + albumin (πρβλ. αλβουμίνες)] …   Dictionary of Greek

  • υπερφυγοκέντρωση — Φυγοκέντρωση που γίνεται κατορθωτή με τη χρήση συσκευής με ταχύτητα περιστροφής ως 100.000 στροφές στο λεπτό. Με την υ. γίνεται κατορθωτός ο διαχωρισμός των βαρέων μορίων που αποτελούν τις γλοβουλίνες, τις αλβουμίνες κλπ. Ανάλογα με το μοριακό… …   Dictionary of Greek

  • ωαλβουμίνη — και ωοαλβουμίνη, η, Ν (βιοχ.) γλυκοπρωτεϊνη που αποτελεί το κύριο πρωτεϊνικό συστατικό τού λευκού τού αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ovalbumin < ον (< λατ. ovum, i «αβγό») + albumin (βλ. λ. αλβουμίνες)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”